ἀντωμοσίας

ἀντωμοσίας
ἀντωμοσίᾱς , ἀντωμοσία
oath
fem acc pl
ἀντωμοσίᾱς , ἀντωμοσία
oath
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συγκολλώ — συγκολλῶ, άω, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκολλῶ Α [κολλῶ] συνδέω με κόλλα ή με άλλη συνδετική ύλη, όπως λ.χ. τηγμένο μέταλλο, δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή δύο ή περισσότερα τμήματα ενός αντικειμένου μεταξύ τους αρχ. 1. μτφ. συνθέτω («ἀντωμοσίας καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”